Πριν ένα χρόνο περίπου, μέσω αυτής της στήλης, έγραφα ότι στα σχέδια του νέου διοικητικού συμβουλίου του ΡΙΚ, ήταν το κλείσιμο του δεύτερου καναλιού.
Μία βδομάδα μετά τη δημοσίευση του σχετικού άρθρου, πληγωμένοι και θιγμένοι λειτουργοί του Ιδρύματος, κατόπιν -φυσικά- εντολών των ανωτέρων τους, απέσυραν από το συρτάρι τους μία από τις δεκάδες τυποποιημένες επιστολές διάψευσης κι εξέδωσαν ανακοίνωση στην οποία προσπαθούσαν εμμέσως πλην σαφώς να μας πείσουν για τη χρησιμότητα του ΡΙΚ ΔΥΟ.
Που πέραν από κάποιες live μεταδόσεις των γενικών συνελεύσεων των κομμάτων και ποδοσφαιρικών ματς, το υπόλοιπο πρόγραμμα, αποτελεί ένα συνονθύλευμα παλαιικού έως και ξεθωριασμένου από τις επαναλήψεις προγράμματος με παιδικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και ταινίες σε επανάληψη, που η τηλεθέασή τους δεν ξεπερνά το 0% σε λιπαρά ενός γιαουρτιού.
Κι ερωτώ, για πολλοστή φορά: Από τη στιγμή, που προβαίνει σε περικοπές σε μία από τις πιο πετυχημένες δραματικές σειρές εποχής του (λόγω budget, λένε), πώς είναι δυνατό να συντηρεί ένα κανάλι χωρίς λόγο ύπαρξης; Και συνεχίζω: Ποιος ο λόγος ύπαρξης και χρησιμότητας του ΡΙΚ ΔΥΟ; Προς όφελος ποιου/ων οι διοικούντες του κρατικού επιμένουν να κρατούν «ζωντανό» ένα κανάλι που αποτελεί τη χωματερή του πρώτου;
Πόσα χρήματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό -που θα μπορούσαν να ξοδευτούν σε τοπικές παραγωγές, δαπανούνται για τη λειτουργία του; Σε τι χρησιμεύει; Η επανάληψη του «Τετ α Τετ», η μετάδοση του «Biz Εμείς» ή έστω μίας ταινίας που προβάλλεται σε σχεδόν ταυτόχρονη μετάδοση κι από το ΡΙΚ ΕΝΑ, το αδιάφορο όπως αποδείχθηκε παιδικό πρόγραμμα «Ποπ κορν, παίζω και μαθαίνω» ή κάποια χιλιοπαιγμένα ντοκιμαντέρ, δεν στέκουν πια ως δικαιολογία που βρίσκεται στον αέρα.
Σε μία δεκαετία που οι «χωματερές» αντικαταστάθηκαν με υπερσύγχρονα «εργοστάσια» ανακύκλωσης και μονάδες «διαχείρισης» τηλεοπτικών απορριμμάτων, το ΡΙΚ, συντηρεί προγράμματα πιο αρχαία σε ιδέες και κόνσεπτ από το αρχειακό υλικό του, που αν μην τι άλλο «σημάδεψε» την ιστορία της δημόσιας τηλεόρασης. Σε αντίθεση φυσικά με το ΡΙΚ ΔΥΟ που ο λόγος ύπαρξης αγγίζει τα όρια του σκανδάλου.