«Omnia vincit amor», λέει πομπωδώς η επιγραφή στην είσοδο του περίπτερου της Κικής, ενόψει της εορτής του Αγίου Βαλεντίνου, «που ποιος τον χέζει, αγάπη μου, αλλά ας όψεται η κρίση και που θέλουμε να ’ρθει κάνα μαλακισμένο για Lacta». Κάθισε κι η Κινέζα που κάνει τις βραδινές βάρδιες και έκοψε πέραν των εκατό καρδιές, τις οποίες κατόπιν κόλλησε στις εξωτερικές επιφάνειες του παραπήγματος, μεταμορφώνοντας το περίπτερο σε κουκλόσπιτο για ερωτόπληκτους. Και οι πωλήσεις αγέρωχες, «ίδια σκατά, ξάδερφε, κλαίω το χαρτόνι και τον κόπο της Αϊλίν». «Αϊλίν» λένε την Κινέζα, η οποία τη μέρα εργάζεται σε γηροκομείο τρίτης διαλογής ως καθαρίστρια, βοηθός κουζίνας και εξ ανατολών ψυχοπομπός.
Το καλό μαντάτο το κράτησε για το τέλος η Κική. Μετά πολλών βασάνων, άπειρων τηλεφωνημάτων και στα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης υποσχέσεων εκ μέρους της περιπτερούχου, βρέθηκε «σχήμα για τον Προκόπη». Τι σχήμα, Παναγία μου; Και ποιο σχήμα αρμόζει στον γραμμωμένο γκόμενο που θέλει σώνει και ντε να κοσμήσει το καλλιτεχνικό μας στερέωμα; Ένα παραλληλόγραμμο; Ένα ισοσκελές τρίγωνο; Όχι, όχι, βρέθηκε η «μουσική σκηνή» που θα στεγάσει το ταλέντο του. Το οποίο ταλέντο είναι σαν τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παραμένει άφαντο.
Ένα πρώην καμπαρέ στο λιμάνι είναι η «μουσική σκηνή». Θα εμφανίζεται στο πρώτο πρόγραμμα «ερμηνεύοντας» μισή ντουζίνα τραγούδια το πολύ, και αυτό μόνο τα Σάββατα. Θα πηγαίνει κι η Κική απαρεγκλίτως, καραούλι, έτοιμη να ξεμαλλιάσει την όποια απειλή, «δεν θα τον κάνω εγώ φίρμα για να μου τον φάει το κάθε τυχάρπαστο τσουλί». «Καλή αρχή», ευχήθηκα, «και εις ανώτερα». Εκ περισσού η δεύτερη ευχή, διότι κατώτερα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν πάει μετά –και στον διαγωνισμό τραγουδιού του Κατακλυσμού να πάει– θα συνιστά μείζονα βελτίωση.
Οι σημαίνουσες εξελίξεις, ωστόσο, με ανέμεναν στο σπίτι της μάνας μου. Μετά το περίπτερο είχα πάει στο διανυκτερεύον και της πήρα τα χάπια για την πίεση. Περασμένες οκτώ κτυπώ την πόρτα, ανοίγει η μάνα μου ελαφρώς αποκολλημένη απ’ την πραγματικότητα. Έβλεπε τις ειδήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει σαν καθημερινή σειρά. Τις παρακολουθεί ως φιλοθεάμον κοινό, δηλαδή, κι όχι ως πολίτης της χώρας και του κόσμου. Όταν έπαιξαν κάτι πλάνα της Ελένης Θεοχάρους να γυρεύει ολίγην αλληλεγγύη για την «Αλληλεγγύη», η μητέρα μου δεν έκρυψε την ανησυχία της για την ευρωβουλευτή, «φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα». Της εξήγησα πως δεν πρόκειται ούτε να αυτοπυρποληθεί αφήνοντας παγερά αδιάφορο τον κόσμο στο roof garden του Μεγάλη Βρετανία, ούτε να ριχθεί, παρά τη θέλησή της, στην πυρά. Δεν είναι η Ζαν ντ’ Αρκ της νήσου. Παρότι δεν θα έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά πως δεν ακούει φωνές.
Στο δελτίο καιρού έγινε το αναπάντεχο. Ήρθε η Αμπράμοβιτς απροειδοποίητα. Αυτό για την Κλειώ ήταν πρωτοφανές. Πάντα αναγγέλλει την άφιξή της σαράντα οκτώ ώρες προηγουμένως. Τουλάχιστον. Ήταν όπως πάντα κοκέτα –πατημένα τα σαράντα αλλά κούκλα– και εμφανώς κλαμένη, κάτι που, παραδόξως, διέφυγε της μάνας μου. Μετά τα «πώς από δω», «τι νέα» και «πού είναι ο Σπύρος» –είχε κατάρτιση υποψηφίων στην Ένωση Κεντρώων– επέμεινε η οικοδέσποινα να ζεστάνει τη μαραθόπιτα που είχε μείνει απ’ το μεσημέρι. Δεν είχαμε όρεξη, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τη Σοφία.
Το τέταρτο που μεσολάβησε μου φάνηκε βουνό. Ήτανε σαφές πως η αδερφή μου ήθελε κάτι να πει κι εγώ ήμουν απρόθυμος να της το εκμαιεύσω. Όχι από αδιαφορία, αλλά από προσήλωση σε μια άνυδρη ευπρέπεια. Περιοριστήκαμε σε ασφαλείς θεματικές περιοχές που αφορούσαν άδοξα συγγραφικά εγχειρήματα, μεγαλεπήβολες εκλογικές μάχες και την αδιάσειστη κλασικότητα του κοτλέ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά με την Κλειώ. Καθώς μιλούσε έβλεπα το πρόσωπό της να αδυνατεί να κρύψει μια διογκούμενη ένταση. Αν δεν ήμουνα τόσο μαλάκας, θα την είχα αγκαλιάσει, ζητώντας της να μου πει τι ακριβώς της συνέβαινε. Σιώπησα. Όπως πάντα. Τα μάτια της αδερφής μου έγιναν αίφνης δύο οργισμένες λιμνοθάλασσες έτοιμες να καταπιούν το κάθε πλεούμενο. Από χάρτινη βαρκούλα μέχρι υπερωκεάνιο. Εγώ παρέμενα, εκ πεποιθήσεως, ένας σκέτος μαλάκας.
Σηκώθηκε απότομα, λες και την κτύπησε ρεύμα υψηλής τάσης. «Είμαι έγκυος», είπε κοφτά. Η μάνα μου που ερχόταν εκείνη τη στιγμή απ’ την κουζίνα άφησε πρόθυμα την πιατέλα με τη μαραθόπιτα να πέσει και να γίνει θρύψαλα.
Δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν χαρούμενοι. Και οι τρεις.
↧
Επί χρήμασι
↧