Φτάνω στην «Αγία Λαύρα» στις οκτώ παρά είκοσι. Το «Μη με στέλνεις μάνα στην Ανταρκτική» θα παρουσιαζόταν στο φιλοθέαμον κοινό της Λάρνακος σε λιγότερο από μία ώρα! Από εδώ επέπρωτο να ξεκινήσει και επίσημα η συγγραφική μου πορεία, και μ’ αυτό το κείμενο. Πάνω απ’ την κεντρική είσοδο του νεόδμητου οικήματος υπήρχε ένα τεράστιο πανό με την επιγραφή «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ». Με το που το είδα θυμήθηκα πως δεν είχα πάρει το ηρεμιστικό! Βαλεριάνα, μη φανταστείς. Μου έδωσε ο μπουφετζής λίγο κόκκινο κρασί. Δούλεψε.
Στην αίθουσα συνεδριάσεων ήταν μαζεμένοι οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, έξω στέκονταν κάτι συμπληρωματικοί, του βωβού κινηματογράφου, που λέμε. Εντός της αιθούσης, πρώτη και καλύτερη, η καθαρίστρια Ρίτσα, η οποία, χάρη στη μεσολάβησή μου, πήρε ένα μικρό ρόλο. Της άλαλης σημαιοφόρου στο τέλος του έργου. Για την ακρίβεια, θα έφερε λάβαρο και όχι σημαία. Τέλος πάντων. Το σκηνικό, παρά τα πενιχρά μέσα, ήταν καλαίσθητο και λειτουργικό. Παρίστανε την πλατεία του χωριού, ενώ στα δεξιά φαινόταν το περίτεχνο καμπαναριό του ιερού ναού.
Η σκηνοθέτις με ενημέρωσε πως όλα βαίνουν καλώς, με εξαίρεση τη Θέκλα, που θα υποδυόταν την Ευθυμούλα, την αγαπητικιά του Μελέτη. Η ερασιτέχνης ξέχασε τα κωνσταντινάτα στην οικία της στα ορεινά της επαρχίας. Σύντομα, όμως, λύθηκε το πρόβλημα. Η συνταξιούχος δασκάλα τής κρέμασε δώδεκα κέρματα του ενός ευρώ κολλημένα άτσαλα σ’ ένα σπάγκο. Μας έσωσε ο μπουφετζής με τα ψιλά.
Δέκα λεπτά πριν την έναρξη έρχονται κι οι δικοί μου. Η μάνα μου, η θεία Ελένη άνευ δούλης πλέον, η Κλειώ που έχει μπει στον έβδομο μήνα της κύησης, ο Σπύρος, η Ευαγγελία η κομμώτρια, η Κική με τον Μικελάντζελο. Έλειπες εσύ… Τους κοιτάζω από την πρώτη σειρά, «αυτός είναι ο κύκλος μου όλος κι όλος». Δεν αφήνω τη σκέψη να επεκταθεί. Δεν είναι η ώρα πρόσφορη για περιττές συγκινήσεις. Φτάνουν σιγά σιγά και οι επίσημοι, κάθομαι μεταξύ του δημαρχεύοντος και του μεράρχου. Ο πρόεδρος της «Αγίας Λαύρας» εκφωνεί έναν σύντομο χαιρετισμό-καταδίκη. Αρχίζει η παράσταση.
Παράξενη εμπειρία, σχεδόν δυσάρεστη. Αυτό που βλέπεις είναι και δικό σου, είναι και ολότελα ξένο. Αυτό επιθυμούσα τόσο καιρό; Οδηγούμαστε αισίως στην κορύφωση. Ο Μελέτης είναι έτοιμος να φύγει για την Ανταρκτική κόντρα στην επιθυμία της μητέρας του, του παπά Πλάτωνα και της Ευθυμούλας. Στην πλατεία είναι μαζεμένο όλο το χωριό για το κατευόδιο, και τότε γίνεται το «θαύμα» μέσα στον ναό. Το νέο διαδίδεται αστραπιαία και η Ρίτσα –άγαμη, προσφυγοπούλα και καθαρίστρια οικιών και μεγάρων– τρέχει αλαφιασμένη στο κέντρο της σκηνής, υψώνοντας πανηγυρικά το λάβαρο. Της ξεφεύγει κι ένα «ζήτω», εκτός κειμένου. Δεν βαριέσαι. Το ταξίδι του νεόκοπου φυσιοδίφη ματαιώνεται εν μέσω αλαλαγμών και δακρύων.
Το χειροκρότημα ήταν θερμό και παρατεταμένο. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Όχι, δεν θα πήγαινα στον αντικατοχικό μπουφέ. Συγχάρηκα τους συντελεστές, πρωτίστως τη σκηνοθέτιδα, ευχαρίστησα τους ιθύνοντες του συλλόγου, και ασπάστηκα το «κοινό» μου. Και τα εφτά άτομα. Η μάνα μου φαινόταν χαρούμενη. Είχε και τη μόνιμη λύπη για όλα τα υπεσχημένα που μας προσπέρασαν χωρίς να μας καταδεχθούν. Για μια ώρα, έστω.
Ετοιμαζόμουν να φύγω, όταν με προσέγγισε ένας νεαρός, «συγχαρητήρια, κύριε Βίδρα», μου είπε εγκάρδια. «Ευχαριστώ πολύ! Προτιμώ το Εμμανουήλ», απάντησα. Έδειχνε να με ξέρει. Εμένα, ωστόσο, μου ήταν παντελώς άγνωστος. «Γνωριζόμαστε;», τον ρωτώ. «Ναι. Απ’ τον καρναβαλίστικο χορό των λογοτεχνών. Είμαι ο Ρομπέν των Δασών». Ω, ναι… Μου έδωσε το χειρόγραφο της νέας ποιητικής του συλλογής, «Επαύριον» ο τίτλος. Υποσχέθηκα να του πω την άποψή μου κατ’ ιδίαν εντός των ημερών.
Μπήκα στο διαμέρισμα περασμένες έντεκα. Έκανα ένα ντους και κάθισα στο μπαλκόνι με τον Βιεν. Διάβασα την ποιητική συλλογή του Ρομπέν. Τη βρήκα εξαιρετική. Μετά πήρα το κλουβί αγκαλιά. Το κράτησα έτσι για λίγα λεπτά. Πώς πέρασαν τόσοι μήνες, ούτε που ξέρω. Άνοιξα ήρεμα την πόρτα καταπώς ορίζει η φύση. Το πουλί πέταξε πρόθυμα μες στον Ιούλη. Έπειτα πλησίασα στην αιχμή, παρέδωσα το κλουβί στη βαρύτητα. Ακούστηκε ένας δίβουλος ήχος∙ λίγο θριαμβικός και λίγο πένθιμος.
Ήτανε ήδη αύριο στην πόλη και στο δέρμα.
τέλος