Της Θεοδώρας Γιάγκου
Σε μια χώρα μακρινή, οι άνθρωποι ξυπνούν χαράματα και προσπαθούν να μάθουν από τους γείτονες ή ν’ αρπάξει το αυτί τους από συζητήσεις έξω στους δρόμους πού κατέφθασε «το πράμα», για να προμηθευτούν κι αυτοί το μερίδιό τους. Ένα μικρό σακούλι ρύζι, ένα μικρό σακούλι αλεύρι, μία φραντζόλα, ένα κουτί γάλα, όλα τα είδη πρώτης ανάγκης μετρημένα, έτσι ώστε να φτάσουν για όλους. Και ο αγώνας ξεκινά. Καταρχάς θα κρύψουν τα χρήματά τους σε μικρές σακούλες κάτω από τα ρούχα τους. Θα πάρουν το λεωφορείο και θα σταματήσουν σε συγκεκριμένη στάση για να βρουν εκεί κοντά το σούπερ μάρκετ που είχε παραλαβή. Θα δουν μπροστά τους μια τεράστια ουρά με περισσότερα από 400 άτομα και θα παραταχτούν στο τέλος της.
Αν φανούν τυχεροί, μετά από αναμονή τεσσάρων – πέντε ωρών, το προϊόν για το οποίο περίμεναν δεν θα έχει εξαντληθεί. Αν τα ράφια αδειάσουν, τότε θα πρέπει να βρουν άλλους τρόπους να επιβιώσουν, κυρίως προσεγγίζοντας μαυραγορίτες και πληρώνοντάς τους τριπλάσια και τετραπλάσια τιμή –δεν έφτανε ήδη η ακρίβεια τους.
Μια εναλλακτική λύση, η ανταλλακτική οικονομία που ανθίζει μέσω εφαρμογών και των social media. Με το φαγητό και τα υλικά προσωπικής υγιεινής να σπανίζουν, τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα αποτελούν μέσο επιβίωσης για τους πολίτες αυτής της χώρας, οι οποίοι εάν δεν βρουν στην αγορά ό,τι χρειάζονται, θα αρκεστούν με κάτι άλλο για να μπορούν μετά να το ανταλλάξουν. Ένα πακέτο πάνες ισοδυναμεί με ένα κιλό ζυμαρικά, μια σακούλα αλεύρι με ένα μπουκάλι σαμπουάν και πάει λέγοντας. «Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να συζητεί κανείς για άλλα θέματα. Το μόνο που συζητούμε πλέον είναι πώς θα βρούμε φαγητό, είδη υγιεινής και φάρμακα», τονίζει η 34χρονη εκπαιδευτικός Πλάγια Αλβάρες, που συμμετέχει σε δύο ηλεκτρονικές ομάδες ανταλλαγών 400 και 600 ατόμων αντίστοιχα.
Επιστρέφοντας στον καθημερινό εφιάλτη, τις μακρόσυρτες ουρές, υπάρχουν πλέον και λιγότερο επώδυνοι τρόποι για να καταφέρει κανείς να παραμείνει για ώρες στη θέση του χωρίς να πονέσει πόδια και μέση από την ορθοστασία, φτάνει να έχει χρήματα. Σε αυτή τη χώρα, μπορεί κανείς να συναντήσει επαγγέλματα που δεν θα συναντήσει πουθενά αλλού. Άνθρωποι αναλαμβάνουν να σταθούν στην ουρά για λογαριασμό άλλων και μάλιστα, λόγω της μεγάλης ζήτησης και ανάγκης, βγάζουν περισσότερα κι από έναν καθηγητή πανεπιστημίου.
Κυρίως, όμως, μόνο η ελίτ έχει την οικονομική δυνατότητα να παραμένει μακριά από την «αρένα». Η εργατιά στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να κουβαλήσει μαζί της αναδιπλούμενη καρέκλα, ή να νοικιάσει μία. Η ενοικίαση καρέκλας ή σκαμπό έχει γίνει κι αυτό προσοδοφόρο «επάγγελμα» στη Βενεζουέλα. Η νοικοκυρά Μαρία Λουζ Μαρκάνο λέει πως έτσι βγάζει σχεδόν ένα μηνιάτικο μέσα σε μία μέρα. Σε μια χώρα όπου η απόκτηση ενός κουτιού γάλακτος είναι μεγάλη υπόθεση, είναι επίσης μεγάλη υπόθεση η μεταφορά του στο σπίτι.
Μόλις γίνει η συναλλαγή, το πρώτο που κάνουν οι κάτοικοι είναι να καμουφλάρουν το προϊόν για να μην πέσουν θύματα ληστείας στο δρόμο. Στόχοι, βέβαια, μπορούν να γίνουν και κατά τη διάρκεια της αναμονής τους -αν οι ληστές «χτυπήσουν» ουρά, είναι σαν να ανακαλύπτουν φλέβα χρυσού.
Η ιστορία αυτή παραείναι παράλογη για να είναι αληθινή, αλλά είναι η πραγματικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάθε Βενεζουελάνος μόλις ξυπνήσει το πρωί, σε μια χώρα που ψυχορραγεί από την οικονομική κρίση.