Τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του συζύγου της, René, η τραγουδίστρια μιλά για την καρδιά της που έγινε κομμάτια και το πώς βρίσκει δύναμη για χάρη των γιων της.
Η Céline Dion δεν μπορεί να διώξει από το μυαλό της τη μελωδία του τελευταίου hit της Rihanna, «Work». Είναι περίπου 11 το βράδυ μιας ημέρας που ξεκίνησε νωρίς το πρωί για τη βραβευμένη τραγουδίστρια και δεν θα ολοκληρωθεί μέχρι αργά το βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη μπαίνει φρέσκια και έτοιμη στο living room του Nobu Villa στο Las Vegas, παρελαύνοντας σαν στρατιώτης ενώ τραγουδά το κομμάτι της νεαρής τραγουδίστριας. «Δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά». Καθώς αστειεύεται με τις βοηθούς της στη μητρική της γλώσσα, τα γαλλικά, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αυτή η γυναίκα, πριν από τέσσερις μήνες, πληγώθηκε βαθιά από το χαμό του μάνατζέρ της και συζύγου της επί 21 χρόνια, René Angélil, από καρκίνο του λάρυγγα. Μόλις δύο ημέρες μετά το θάνατό του, ο μεγαλύτερος αδερφός της, Daniel, πέθανε επίσης από καρκίνο. Και καθώς ο κόσμος της αναποδογυριζόταν, η δουλειά έγινε το ασφαλές καταφύγιό της. «Ο René πάντα επέμενε πως το σόου πρέπει να συνεχιστεί (“Show must go on”)» λέει η Dion κατά τη διάρκεια μιας πολύ συναισθηματικής συνέντευξης στο People, μιλώντας για πρώτη φορά μετά τις τραγωδίες που έζησε. Κρατά τη μελαγχολία της κρυμμένη κάτω από τη φωνή της που αποπνέει αποφασιστικότητα. «Δεν είναι εύκολο» λέει, αλλά «πραγματικά θέλω να αποδείξω στα παιδιά μου πως η μαμά τους είναι δυνατή».
Ο René ήταν εκείνος που μεταμόρφωσε την Dion, από ένα άγνωστο, όμορφο κορίτσι με πολύ ξεχωριστή φωνή, στην κορυφαία σε πωλήσεις γυναίκα καλλιτέχνη παγκοσμίως. Παρά την κριτική για τη διαφορά ηλικίας, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1994 και απέκτησαν τρία αγόρια (René -Charles, 15 και τα δίδυμα Nelson και Eddy, 5). Λίγο πριν επανέλθει ο καρκίνος, ο René είχε καταφέρει να της κλείσει ένα αυτοκρατορικό συμβόλαιο στο Las Vegas, στο Caesars Palace. Εξαιτίας της ασθένειας, ήταν δύσκολο για τον Angélil να μιλά. «Ήταν στιγμές που ήμουν πολύ φοβισμένη και μου έγραφε “το τέλος είναι κοντά, το νιώθω”. Θα πήγαινα πίσω και θα ρωτούσα “πώς μπορείς να το λες αυτό; Πονάς ακόμη πιο πολύ;”. Τώρα ξέρω πως είναι πιθανό κάποιος που πεθαίνει να νιώθει ότι έρχεται το τέλος».
Τη νύχτα πριν πεθάνει ο Angélil, η Dion έκανε πρόβες στο Caesars, όταν το τηλέφωνό της χτύπησε. «Ήξερα πως ήταν ο σύζυγός μου» λέει. «Θα τελείωνα σε πέντε λεπτά και εκείνος μου είπε “σου εύχομαι ένα υπέροχο σόου. Και σ’ αγαπώ”. Απάντησα «κι εγώ σ’ αγαπώ. Θα σε δω αργότερα. Σε ευχαριστώ, αγάπη μου”». Όταν η Dion έφτασε στο σπίτι, ο σύζυγός της είχε ήδη αποκοιμηθεί. «Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω» λέει για τον Angélil, που ζούσε με σωλήνα σίτισης και είχε χάσει μέρος της ακοής του. «Έπρεπε να πάω και να του πω “σ’ αγαπώ, είμαι εδώ”» λέει κουνώντας το κεφάλι. «Αλλά δεν θέλω να ζω με τις τύψεις. Έκανα καλά που δεν τον ξύπνησα». Το επόμενο πρωί η νοσοκόμα τον βρήκε νεκρό και κάλεσε την Dion. «Έκλεισα την πόρτα για να μην καταλάβουν τίποτε τα παιδιά. Γονάτισα και τον φίλησα. Ήταν το πιο κρύο πράγμα που είχα νιώσει στη ζωή μου, αλλά ήταν εκπληκτικό. Είπα “υποσχέσου μου να μην ανησυχείς. Είμαι καλά, τα παιδιά είναι καταπληκτικά, θα είμαστε εντάξει. Αρκετά υπέφερες. Πήγαινε εν ειρήνη”».
Δεν έχυσε δάκρυ, μέχρι τη στιγμή που πήραν τον Angélil από το σπίτι. «Κυνήγησα το βανάκι για λίγο, όπως όταν τα παιδιά μου πήγαιναν την πρώτη ημέρα στο σχολείο». Μετά τα παιδιά έγιναν το κέντρο της προσοχής της. Είπε την τραγική είδηση αμέσως στον René-Charles, αλλά τα δίδυμα –που είχαν συνηθίσει να μη βλέπουν συχνά τον πατέρα τους, λόγω της αρρώστιάς του– παρέμεναν στο σκοτάδι για μερικές ημέρες, μέχρι που βρήκε τον τρόπο να τους το πει. «Συνέδεσα το χαμό του με την ταινία της Disney, Up». Πριν φύγει η οικογένεια για το Μόντρεαλ, όπου θα γινόταν η κηδεία, έκανε ένα πάρτι για τα αγόρια της με μπαλόνια, όπου και τους είπε πως ο πατέρας τους πήγε ψηλά, χαρούμενος, με μπαλόνια και δεν θα επιστρέψει. «Δεν ήθελα να συσχετίσω το χαμό του με γιατρούς και να τα τρομάξω» λέει. «Είναι το πράγμα για το οποίο είμαι πιο υπερήφανη» λέει. «Βλέπω τον René και στα τρία παιδιά μας. Και ούτε μια στιγμή δεν νιώθω πως τον ψάχνουν και αναρωτιούνται».