Της Θεοδώρας Γιάγκου
Εκείνη ήταν πεπεισμένη πως κάθε φορά που ανέβαινε στη σκηνή, περιφέροντας πέρα – δώθε τις πούλιες και τα φτερά της, τραγουδούσε σαν αηδόνι. Το μόνο που έβλεπε όμως το κοινό της από κάτω, ήταν μια γυναίκα να κατακρεουργεί άριες του Verdi και του Mozart. Και την χειροκροτούσε παρόλα αυτά. Γιατί πλήρωνε ακριβώς για να διασκεδάσει με το… θέαμα. Η Florence Foster Jenkins ήταν κάτι σαν το αγχολυτικό της εποχής, το ανέκδοτο που λάτρευαν όλοι να μοιράζονται συνωμοτικά μεταξύ τους αλλά και απροκάλυπτα, ξεσπώντας σε γέλια με κάθε φάλτσο γύρισμα της φωνής της. Έκανε τόσο μεγάλο θόρυβο στο πέρασμά της από τη Νέα Υόρκη στις αρχές του 20ου αιώνα, που η ιστορία της συνεχίζει να συναρπάζει. Καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο δεν έγινε σοπράνο και μάλιστα τόσο αγαπητή, χωρίς να έχει φωνή.
Η Florence, όμως, ονειρεύτηκε καριέρα υψίφωνης και πράγματι την είχε, χάρη στις επίμονες προσπάθειες του συζύγου της St. Clair Bayfield, να συντηρήσει τις ψευδαισθήσεις της, αλλά και λόγω της περιουσίας της, που της επέτρεψε να επιβάλει μια μέρα τον εαυτό της στην καλλιτεχνική ζωή της αμερικανικής μεγαλούπολης. Όταν μια κάκωση στον ώμο την οδήγησε μακριά από τη διδασκαλία πιάνου, έκανε κάποια μαθήματα φωνητικής, άρχισε να κοινωνικοποιείται στους μουσικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, ενώ ίδρυσε έναν δικό της καλλιτεχνικό σύλλογο, τον οποίο ονόμασε «The Verdi Club». Το φαινόμενο Florence Foster Jenkins είχε μόλις αρχίσει να δημιουργείται.
Στα πρώτα της δειλά βήματα, τότε που ήθελε οπωσδήποτε να συστηθεί, αποφάσισε να εμφανίζεται μόνο σε μικρούς χώρους ενώπιον ενός περιορισμένου κοινού στο οποίο είχαν διανεμηθεί προσκλήσεις, κρατώντας πάντα μια απόσταση ασφαλείας από κριτικούς και δημοσιογράφους. Οτιδήποτε γραφόταν στον Τύπο ήταν είτε από κόλακες που τους ευεργετούσε, είτε από την ίδια.
Όταν περιαυτολογούσε, κατέληγε συνήθως να παραλληλίζει τον εαυτό της με σπουδαίες σοπράνο της εποχής όπως η Frieda Hempel και η Louisa Tetrazzini. Μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις της δικής της βερσιόν της «Βασίλισσας της Νύχτας» από την όπερα του Mozart «Μαγικός Αυλός», κάλεσε φίλους και γνωστούς για ακρόαση. Εκείνη τη μέρα, δεν έπαιξε μόνο της δικές της ηχογραφήσεις αλλά και αυτές των Hempel και Τetrazzini, ζητώντας από το κοινό να σημειώσει σε ένα κομμάτι χαρτί ποια προτιμούν. Μόνο ένας άνθρωπος δεν συμμερίστηκε την άποψη ότι η δική της ήταν η καλύτερη και η Florence τον αποδοκίμασε.
Μπορεί στο βάθος της ψυχής της να ήξερε την αλήθεια, όμως επέλεγε να ακούει όσους κολάκευαν τη ματαιοδοξία της, όσους απλά λυπούνταν να γκρεμίσουν τη λάμψη που έβγαζε κάθε φορά που παρατονούσε. Ακόμη και τα μισοπνιγμένα γέλια, τα ειρωνικά βλέμματα που καρφώνονταν επάνω της, τα εκλάμβανε ως «σαμποτάζ κατασκευασμένα από τους εχθρούς της».
Με μια τέτοια αυτοπεποίθηση mezzo forte, επέμενε το 1944 σε ηλικία 76 ετών, να δώσει ρεσιτάλ στο διάσημο Carnegie Hall. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν εβδομάδες πριν και το ρεσιτάλ παρακολούθησαν κριτικοί και διασημότητες απ’ όλο τον κόσμο. Η Florence Jenkins έπαθε καρδιακή προσβολή μόλις δύο μέρες μετά και δυο μήνες αργότερα πέθανε, αφήνοντας πίσω της τον απόηχο του μεγάλου πάθους που είχε με τη μουσική.
«Ήταν ένας άνθρωπος που διατήρησε σε ολόκληρη τη ζωή της κάτι που έχουμε όλοι μας όταν είμαστε παιδιά: όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι τόσο καλά, αλλά χάνεσαι στη φαντασίωσή σου και απολαμβάνεις την προσπάθεια» δήλωσε πρόσφατα η Meryl Streep που θα την δούμε τον Αύγουστο στον κινηματογράφο, να φοράει το καλύτερο χαμόγελό της και να προσπαθεί να παραφωνήσει όπως η Florence Foster Jenkins.