Ο Αθανάσιος Τσίρος ήταν δεν ήταν τότε 18 χρονών. Ένας όµορφος, ευθυτενής νέος, µε ξεχωριστή κορµοστασιά και µε πολύ ωραία δάχτυλα. Δούλευε ως κοµπάρσος σε έργα της σπουδαίας Ηρώς Σισµάνη, η οποία είχε ανεβάσει στη σκηνή του Θεάτρου Κοτοπούλη-Rex µερικά από τα ωραιότερα χοροδράµατα, όπως τη «Λίµνη των Κύκνων», τη «Ζιζέλ», την «Ωραία Κοιµωµένη»… Πολλά από αυτά µε ζωντανή µουσική από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και σκηνικά και κοστούµια που έφεραν την υπογραφή του Γιάννη Τσαρούχη.
Η δεκαετία του ‘50 δεν ήταν εύκολη για τον Γιάννη Τσαρούχη. Στην Ελλάδα το ζωγραφικό του έργο δεν αναγνωριζόταν σε βαθµό που να του αποφέρει τα προς το ζην –γι’ αυτό και «αναγκαστικά» δούλευε στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Μια δουλειά που ο ίδιος, όσο κι αν απολάµβανε, θεωρούσε «φθοροποιό». Όσοι καταλάβαιναν από ζωγραφική, τον έσπρωχναν να πάει να εκθέσει στο εξωτερικό, αλλά κι εκεί τα πράγµατα δεν ήταν πολύ καλύτερα. Τα έξοδα µιας έκθεσης στο Παρίσι, στην οποία πούλησε δύο έργα σε πολύ χαµηλές τιµές, χρειάστηκε να κάνει δάνεια για να τα καλύψει. Λίγους µήνες µετά, σε µια έκθεση στο Λονδίνο, αισθάνθηκε ολίγον πλούσιος, αφού έξι έργα του πουλήθηκαν από 20 έως 30 λίρες χάρτινες, αλλά και πάλι το όφελος ήταν πρόσκαιρο. Το κυνήγι της δόξας και της επιτυχίας τον είχε κουράσει, γι’ αυτό και ένα βράδυ που τον είχε καλέσει ο Σεφέρης στο σπίτι του για φαγητό, τότε που ήταν γραµµατέας της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, δεν του απέκρυψε πως το ιδανικό γι’ αυτόν θα ήταν να… µπει υπηρέτης σ’ ένα σπίτι! «Για να έχω τα ίδια πράγµατα σε µικρότερο βαθµό από έναν υπηρέτη, είµαι σε συνεχή υπηρεσία και αγωνία, χωρίς αποτελέσµατα πάντοτε», του είπε. Τότε πετάχτηκε η γυναίκα του Σεφέρη.
«Έχουµε ανάγκη από έναν υπηρέτη να σερβίρει. Τον παίρνουµε;».
«Δεν είσαι στα καλά σου, να πάρουµε τον Τσαρούχη υπηρέτη, που τον ξέρουν όλοι οι γνωστοί µας!»
«Θα πείτε πως είµαι µουγκός, Άγγλος και σωσίας του Τσαρούχη», παρενέβη ο ίδιος, ευελπιστώντας πως η τρελή ιδέα θα έπιανε τόπο.
«Όχι, δεν µου κάνεις».
«Μα θα κάνω πολύ ευσυνείδητα τη δουλειά µου».
«Άσε τις αηδίες», είπε ο Σεφέρης, για να τελειώσει άδοξα ένα «σοφό σχέδιο» και ο Τσαρούχης να γράψει στην αυτοβιογραφία του: «Ο Σεφέρης δεν τα καταλάβαινε όλα. Άνηκε σε µια διαφορετική εποχή και σ’ ένα διαφορετικό κόσµο».
Εκείνη την περίοδο, µεσούσης της δεκαετίας του ‘50, ο Τσαρούχης συνεργάστηκε µε τον Αλέξανδρο Ιόλα. Είχε υπογράψει µαζί του ένα συµβόλαιο που του επέτρεπε να κάνει όσα γυµνά ήθελε. Λίγο προηγουµένως, η αστυνοµία τον είχε αναγκάσει να ξεκρεµάσει από την Πανελλήνιο Έκθεση, όπου εξέθετε µερικά έργα του, έναν µικρό πίνακα που παρίστανε έναν γυµνό άνδρα ξαπλωμένο και δίπλα του καθισµένο ένα ναύτη µε άσπρα. Ο Ιόλας του πλήρωνε 1.300 δραχµές το έργο, για κάποια που είχαν πολύ περισσότερη δουλειά του έδινε µέχρι και 9.000 δραχµές, αλλά εννοείται πως στη συνέχεια τα µμοσχοπουλούσε. Του είχε υποσχεθεί, µάλιστα, να του κάνει µια έκθεση στη Νέα Υόρκη, η οποία αναγγέλθηκε και σε πολλά περιοδικά, αλλά την τελευταία στιγµή την ακύρωσε και την ίδια µέρα διοργάνωσε µια του Χατζηκυριάκου Γκίκα. Ο Τσαρούχης πικράθηκε και διέκοψε το συµβόλαιο. Αλλά παρόλο που πολλοί έλεγαν πως τον εκμεταλλεύτηκε, ο ίδιος θεωρούσε πως «… ήταν ο µόνος που αγόρασε έργα µου εκείνη την εποχή και σε τιµές που κανένας Έλληνας δεν έδινε. Η υπόσχεση δε να µου κάνει µιαν έκθεση στη Νέα Υόρκη ήταν ένα είδος αµοιβής, γιατί εκείνη την περίοδο, µε την προσµονή της έκθεσης, έκανα µερικά από τα καλύτερα έργα µου…». Ένα από αυτά είναι και ο περίφηµος πίνακας. Ο «Ρόζ Ναύτης»! Για την ακρίβεια ο «Ναύτης µε χειµωνιάτικα σε ροζ φόντο» όπως τιτλοφορείται. Ένας πίνακας διαστάσεων 100Χ71 εκατοστά, λάδι σε πανί.
Το 1954, ο Τσαρούχης είχε το εργαστήριό του σε µια µικρή σοφίτα της οδού Καραγεώργη Σερβίας, στο κέντρο της Αθήνας, που του είχε παραχωρήσει η Ειρήνη Καλλιγά, κόρη του Αντώνη Μπενάκη. Η Ηρώ Σισµάνη ανέβαζε τη «Ζιζέλ», ο Γιάννης Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά και τα κοστούµια –πολλά από τα οποία ήταν τότε ζωγραφιστά, καθώς τα κεντητά ήταν πιο ακριβά– και ο Αθανάσιος Τσίρος συµµετείχε πάλι ως κοµπάρσος. «Ήµασταν τότε γύρω στους 20 κοµπάρσους. Εγώ στα νιάτα µου ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ο πατέρας µου ούτε που ήθελε ν’ ακούσει. Μια µέρα ήρθε σε µένα ο Τσαρούχης, θέλω να σε ζωγραφίσω, µου είπε. Εννοείται πως ήξερα ποιος ήταν, αλίµονο, το όνοµά του συζητιόταν πολύ στους χώρους του θεάτρου, παρόλο που τα µεγέθη τότε ήταν διαφορετικά. Με πήγε στο ατελιέ του και µε έντυσε ναύτη. Εγώ ναύτης δεν ήµουνα, παιδί του σχολείου ήµουν ακόµη, αλλά αυτός ήθελε να µε ζωγραφίσει ντυµένο ναύτη. Φυσικά και ενθουσιάστηκα. Ποιος δεν θα ενθουσιαζόταν στη θέση µου; Του άρεσαν θυµάµαι και τα χέρια µου, γι’ αυτό και εκτός από αυτόν τον πίνακα, είχε φτιάξει κι έναν µικρό πίνακα, µόνο τα χέρια µου. Ξεκινήσαµε, θυµάµαι, φθινόπωρο του 1954 και ο πίνακας τέλειωσε το 1955. Πρέπει να κράτησε κοντά στους πέντε – έξι µήνες. Πήγαινα στο ατελιέ του, ήταν στη σοφίτα ενός παλιού νεοκλασικού στη συµβολή των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας. Όταν τέλειωσε, δεν πίστευα στα µάτια µου. Είχα χαρεί πολύ. Μετά έµαθα ότι εκείνο τον πίνακα τον πήρε ο Ιόλας στην Αµερική και τον πούλησε. Έτσι µου είχε πει ο Τσαρούχης. Θυµάµαι που κάποτε, το 1988, τον εκτίµησαν κοντά στα 20 εκατοµµύρια δραχµές. Πολλά – πολλά χρόνια µετά, στο σπίτι ενός φίλου µου, σπουδαίου συλλέκτη, του Μιχάλη Βλάχου, µε είδα κρεµασµένο πάνω από το κρεβάτι του. Ξέρεις ποιος είναι αυτός; του είπα. Έµεινε έκθαµβος, δεν το πίστευε. Νοµίζω τον αγόρασε απευθείας από τον Ιόλα. Αντιλαµβάνεσαι πως εγώ δεν είχα ποτέ τα χρήµατα για να αγοράσω ένα τέτοιο έργο. Ο πίνακας είναι µέχρι σήµερα, πάντως, σε ιδιωτική συλλογή. Με τον Μιχάλη χαθήκαµε στη συνέχεια, δεν νοµίζω όµως πως τον πούλησε ποτέ. Εγώ αργότερα είχα πάει στην Αµερική, αλλά µε τον Τσαρούχη κρατήσαµε επαφή. Μου τηλεφωνούσε, και όταν επέστρεφα στην Ελλάδα, φρόντιζα να τα λέµε. Όταν επέστρεψα µόνιµα, είχε έρθει και µια φορά στο µαγαζί µου, να µε δει. Το εκτίµησα».