Όταν η δημοσιογράφος Ρένα Κουβελιώτη ενόχλησε εκείνους που πλουτίζουν απ’ τον ανθρώπινο σπαραγμό
Οι δυο όψεις της πραγματικότητας. Απ’ τη μια όλοι αυτοί οι Έλληνες που πηγαίνουν φάρμακα, ρούχα, φαγητό στους πρόσφυγες. Οι εθελοντές που δουλεύουν για να απαλύνουν τον πόνο προσφέροντας ό,τι μπορούν. Από καθαριότητα μέχρι διερμηνεία. Οι γιαγιάδες στη Μυτιλήνη, με την αγκαλιά και το τάισμα του μωρού στη στιγμή-φωτογραφία-σύμβολο πια. Οι ψαράδες οι ντόπιοι στα νησιά μας, που πέφτουν στα κύματα για να βγάλουν απ’ τα νερά του Αιγαίου σώματα και να σώσουν ζωές. Οι γυναίκες που τρέχουν με νερά να τους ξεδιψάσουν. Οι γιατροί που αναλαμβάνουν να τους γιατρέψουν χωρίς να νοιάζονται για κούραση και αμοιβή. Όλα αυτά σε μια χώρα φτωχή, με κατοίκους που με το ζόρι επιβιώνουν οι ίδιοι, αλλά που η συμπόνια και η ανθρωπιά τούς κάνει να δίνουν χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι μπορούν, όσα δεν έχουν, όπως αντέχουν! Και απ’ την άλλη τα «κοράκια». Στην ίδια χώρα. Οι λίγοι. Οι αμοραλιστές. Οι άψυχοι άνθρωποι της αισχροκέρδειας και της εκμετάλλευσης της ανάγκης και του πόνου. Το βλέμμα των παιδιών, η τρυφεράδα των μωρών της αγκαλιάς, τα σκυμμένα κεφάλια των μανάδων, η ταλαιπωρία των κορμιών, τα μάτια που έχουν αντικρίσει τον φόνο, το αίμα, τον χαλασμό, αποτιμώνται μόνο σε ευρώ. Υπερχρέωση νερού, φορτίσματος κινητού, χρήσης τουαλέτας. Και πάνω από όλα η απάτη. Οι ψεύτικες ελπίδες των κυκλωμάτων για μεταφορά στη σωτηρία. Έξω απ’ τα σύνορα της χώρας μας. Το άυλο δίχτυ στον αέρα, εκείνο της Ανατολής με τη Δύση, το αόρατο σύνορο που δεν περνιέται με τίποτα έχει σχιστεί και χώρεσαν χιλιάδες ως εδώ. Μετά είναι η μετάβαση για τη λευτεριά στη γη της όποιας γερμανικής, ολλανδικής, αυστριακής επαγγελίας. Όχι ότι δεν ξέρουν πως θα ‘ναι οι «ξένοι», οι «σκούροι», οι άνθρωποι-φόντο για τις ταπεινές δουλειές των μεγαλουπόλεων, αλλά να: δεν θα σφυρίζουν βόμβες γύρω τους, δεν θα αρπάζουν τα κοριτσάκια τους για νύφες ανήλικες, δεν θα κινδυνεύουν τα παιδιά τους, θα ‘χουν ένα ψωμί να φάνε, μια γωνιά να απλώσουν ρίζες, έναν ύπνο χωρίς φόβο να ζήσουν. Και τα «κοράκια» τούς τάζουν τον παράδεισο με τα κλειστά σύνορα έναντι αδράς αμοιβής. Και εκείνοι πληρώνουν για την ελπίδα…
Μια άλλη εικόνα; Η κακιά δημοσιογραφία. Τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ. Τα λαμόγια δημοσιογράφοι. Οι αλήτες. Οι ρουφιάνοι. Όλα τα κακά τα πλεγμένα με την πολιτική και τη νοσηρότητα του συστήματος στη χώρα των τελευταίων δεκαετιών. Και να σου μια γυναίκα, μια δημοσιογράφος που κάνει τη δουλειά της. Η Ρένα Κουβελιώτη, με το μικρόφωνο του Alpha στο χέρι, ακολουθεί μια «επιχείρηση», τα ίχνη ενός κυκλώματος απ’ το λιμάνι του Πειραιά έως ένα γκαράζ στον Κηφισό, όπου μεταφέρουν τους πρόσφυγες με ταξί. Το αντίτιμο που καλούνται να πληρώσουν οι απελπισμένοι είναι εκατοντάδες ευρώ. Η δημοσιογράφος με το μικρόφωνο-σπαθί ορμάει, ερωτάει, φωνάζει, δεν υποχωρεί. «Όξω μωρή, άντε και γ@@@σου»… «Φύγε μωρή μη σε γα@@σω»… «Θα σε σπάσω. Και σένα και αυτό» –το μικρόφωνο. Τη σπρώχνουν. Την τραβάν απ’ τα χέρια. Την απειλούν με τα κορμιά τους, τα λόγια, τις κινήσεις. «Μη με ακουμπάτε». Πλησιάζει τις γυναίκες με τα μωρά. Τους προτείνει το μικρόφωνο. «Ξέρετε πως τα σύνορα είναι κλειστά; Ξέρετε πως δεν θα φτάσετε πουθενά;». Οι γυναίκες τραβάνε τα μαντήλια και τα βλέμματά τους απ’ τη θλίψη. Αφήστε την. Αφήστε τες όλες. Θες να ουρλιάξεις απ’ την εικόνα αυτή που είναι χίλιες λέξεις και που η τηλεόραση κάνει και αυτή τη φορά τη δουλειά της και η δημοσιογραφία επίσης. Η Ρένα θα γυρίσει στο κανάλι. Θα δει το υλικό της, θα μοντάρει το θέμα της, θα γράψει το σπικάζ της, θα υπογραμμίσει τους τίτλους της, θα πάρει μέρος στη σύσκεψη και δεν θα γυρίσει σπίτι. Θα τρέξει για το επόμενο θέμα. Γιατί έτσι γίνεται αυτή η δουλειά κανονικά. Ακούραστα. Διαρκώς. Με τόλμη. Με γενναιότητα. Βάζοντάς τα με πολλούς, με όλους, με τους δυνατούς, με τους ανίκητους, με τους χειροδύναμους. «Θα σε σπάσω. Και σένα. Κι αυτό». Όχι ρε μεγάλε. Γιατί το καλό θα νικήσει. Μπορεί να αργήσει, αλλά θα νικήσει. Να ‘σαι σίγουρος.