Καλλιτέχνης, με καρδιά εξερευνητή, επιχειρηματίας, πρωτοπόρος αρχιτέκτονας, ασυμβίβαστος οραματιστής… Ο Κώστας Νεοφυτίδης, έχοντας διανύσει χιλιόμετρα σε ταξίδια και εσωτερικές διαδρομές, αφηγείται ιστορίες από μια ζωή που εκτροχιάστηκε νωρίς από τις ράγες του αναμενόμενου.
Της Τώνιας Σταυρινού
Kρατώντας ένα ψηλό ποτήρι με πάγο στο χέρι, τον θυμάμαι να διασχίζει το club με την ταχύτητα και τους ελιγμούς του αιλουροειδούς, ντυμένο με φινέτσα που μύριζε Μιλάνο και μια χαλαρή πεποίθηση ότι τα είχε όλα υπό έλεγχο. Το club Versus και αργότερα το Zoo ήταν το βασίλειό του. Όπως κατά διαστήματα υπήρξε και το αρχιτεκτονικό του γραφείο, οι ερημικές παραλίες της Ταϊλάνδης και σήμερα πια ο νέος του χώρος με τις συλλογές ΚΟΤΑ στην παλιά Λευκωσία. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Ανώγυρα, πίνει πια τσάι, έχει εντρυφήσει στη γιόγκα και έχει προδώσει το ολονύχτιο clubbing στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη για την καρδιά μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς. Το μόνο που δεν άλλαξε είναι το χάρισμά του να αφηγείται ιστορίες…
«Ήταν καλοκαίρι του 1984. Προσγειώθηκα στο Μιλάνο για να σπουδάσω αρχιτεκτονική, σε μια εποχή που η πόλη παλλόταν από τη μόδα, το γκλάμουρ, τα happenings, τα πάρτι. Τα περισσότερα βράδια ήμουν έξω μέχρι πρωίας. Παρόλ’ αυτά κατάφερα να αποφοιτήσω με άριστα. Έφυγα από την Κύπρο που μετρούσε ακόμη τις πληγές της από την εισβολή. Η Λευκωσία ήταν τότε ένα μεγάλο χωριό, στο μέσο μιας δεκαετίας που κατέστρεψε ολοκληρωτικά την όποια αισθητική είχε ο τόπος. Ήταν η εποχή της ταράτσας με τους ηλιακούς και τα σίδερα, τις διπλοκατοικίες, τις φρικτές πολυκατοικίες, τους τοίχους με σπριτς και το μπετόν παντού. Το Μιλάνο φάνταζε σαν άλλος πλανήτης. Και δεν ήταν μόνο τα κτίρια. Οι άνθρωποι ήταν ντυμένοι διαφορετικά. Εμείς τότε φορούσαμε τζιν με φανελάκι, άντε το πολύ και κανένα μπλουζάκι Lacoste. Πάω εκεί και βλέπω τους Ιταλούς με τα καρό τα παντελόνια, τα ροζ πουκάμισα, τα σακάκια τα μπουκλέ, με τις τάσεις της μόδας να φέρνουν νέα πράγματα κάθε σεζόν. Τρελάθηκα. Και έπεσα με τα μούτρα σε όλα. Ήθελα να μάθω, να απορροφήσω εμπειρίες, να κατανοήσω τον τρόπο ζωής».
«Η Ιταλία με άλλαξε σε όλα. Καθόρισε την αισθητική μου, την αντίληψή μου για τα πράγματα, με έμαθε να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο διαφορετικά. Το είχα κιόλας, να βουτάω σε καινούρια πράγματα. Δεν άφηνα διακοπές και Σαββατοκύριακα χαμένα. Ταξίδεψα σε όλη την Ευρώπη αρχικά και τελειώνοντας τις σπουδές μου έκανα ένα μεγάλο ταξίδι στην Αμερική για μήνες… Μπαινόβγαινα στα ωραιότερα club της Νέας Υόρκης, έζησα εμπειρίες μοναδικές. Θυμάμαι να γυρνώ στους δρόμους μέχρι το ξημέρωμα, να χαζεύω τον κόσμο και τα κτίρια και να πηγαίνω για ύπνο την επόμενη μέρα. Για να καταλάβεις όταν ήρθα στην Κύπρο για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1985 για διακοπές, κατέβηκα στο αεροδρόμιο με μαύρο μπουκλέ παλτό, γραβάτα και μαλλιά σπόντες. Η μάνα μου με είδε και με πλησίασε για να με ρωτήσει “με συγχωρείτε έχει έρθει η πτήση από Μιλάνο;”. Μαμά… εγώ είμαι».
«Πάντα ήμουν επαναστάτης. Το θέμα της πειθαρχίας και της καλής διαγωγής υπήρχε πάντα στη ζωή μου. Ως παιδί δύο δασκάλων και μάλιστα διευθυντών, έπρεπε να είμαι επιμελής και να φέρομαι ανάλογα. Βρισκόμουν σε μια μόνιμη επανάσταση. Παρόλο που ήμουν καλός μαθητής το έκανα με τον δικό μου τρόπο. Πολλές φορές δεν έπαιρνα καν τη βαλίτσα μου στο σπίτι και δεν άνοιγα βιβλίο. Ακόμη και όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι κρατώντας το βιβλίο της ιστορίας, είχα από μέσα κρυμμένο το Μίκυ Μάους. Σε κάποια μαθήματα, στις τελικές εξετάσεις, παρέδωσα λευκές κόλλες. Θυμάμαι πήγα Αγία Νάπα πριν τον στρατό, έκατσα κάμποσες μέρες κι επέστρεψα λίγο πριν τις εξετάσεις. Οι γονείς μου μπορεί να φρίκαραν συχνά μαζί μου, όμως, εκ των υστέρων αποδείχθηκαν πολύ ανοιχτόμυαλοι και πολύ δεκτικοί σε πολλά πράγματα. Δεν με εμπόδισαν καθόλου να ακολουθήσω τα όνειρά μου, δείχνοντας πίστη σε μένα, ακόμη και σε στιγμές που όλα φάνταζαν αμφίβολα και οι αποφάσεις μου παράτολμες».
«Επιστρέφοντας αποκήρυξα το συστημα που επικρατούσε στην αρχιτεκτονική. Ο τρόπος που λειτουργούσε με απωθούσε. Άνοιξα γραφείο μαζί με δυο φίλες που είχαμε το ίδιο όραμα, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν με έπαιρνε πουθενά. Έρχονταν δουλειές, αλλά αισθανόμουν ότι δεν προχωρούσα δεν υπήρχε εξέλιξη. Και τότε επιστράτευσα τις άλλες γνώσεις που είχα αποκομίσει στην Ιταλία. Τις “σπουδές” μου στο clubbing. Εκτός από θαμώνας ήμουν και ενεργό μέλος σε ομάδες που διοργάνωναν events. Μιλάμε για προχωρημένα happenings. Πήγαινα και βοηθούσα, μάθαινα, αρχικά έκανα την γκαρνταρόμπα και ύστερα συμμετείχα στο στήσιμο, στη διακόσμηση. Έτσι μου ήρθε η σκέψη να δημιουργήσω ένα club στη Λευκωσία στο οποίο θα μου άρεσε να πηγαίνω. Και εγένετο Versus. Με καινούρια μουσική και αισθητική, έφερε ένα νέο concept, με όλους όρθιους να χορεύουν. Πάνω από όλα όμως αυτό που συζητήθηκε ήταν το face control. Και τι δεν άκουσα! Ότι ήταν ρατσιστικό, ότι εισάγαμε τις διακρίσεις στη διασκέδαση, ότι είμαστε ψώνια, τα άπαντα».
«Το face control ήταν μια δική μου ανάγκη. Να εκπληρώσω την ιδέα που είχα στο μυαλό μου για το clubbing.Το σενάριο μου έλεγε να βγω έξω και να γνωρίσω ωραίο κόσμο, σε ένα πολύ ωραίο χώρο. Μου έλειπε το κομμάτι του “ωραίου κόσμου” οπόταν έπρεπε κάπως να το ρυθμίσω. Η εμφάνιση των νέων τότε κινείτο σε μια παρωχημένη αισθητική και μου κόλλησε ότι δεν συνάδει ο κόσμος με τον χώρο που είχα δημιουργήσει. Το Versus μετατράπησε λοιπόν σε ένα «εκπαιδευτήριο» αισθητικής. Σήμερα βεβαίως όλα αυτά τα θεωρώ ξεπερασμένα και γελάω που τα σκέφτομαι, καλή ώρα. Και σίγουρα δεν με ενδιαφέρει να διορθώσω ούτε και να αλλάξω κανέναν. Μακάρι κάποτε να καταφέρω να διορθώσω εμένα. Τώρα πια όταν κάτι δεν μου αρέσει απλά φεύγω. Δεν χτυπιέμαι, δεν συγκρούομαι μαζί του… Και τι δεν είχαν πει τότε για το Versus. Ότι κάναμε μαύρη μαγεία και όργια, ότι κυκλοφορούσαν ναρκωτικά κι άλλα εξωφενικά που βεβαίως δεν είχανκαμία βάση. Το Zoo ήταν άλλο πράγμα. Ξέρεις, όλα τα κάναμε με όρεξη, το έλεγε η ψυχή μας. Δεν ήταν απλά μια επιχείρηση για μας, ποτέ. Ήταν το κέφι μας. Θέλαμε ωραίους χώρους για να διασκεδάζουμε. Και νομίζω ότι καταφέραμε να ανεβάσουμε την πήχη της ποιότητας σε όλα τα επίπεδα της διασκέδασης».
«Υπήρξε μια φάση που δεν ήθελα ούτε να ακούσω γι’ αυτή την εποχή. Μου πήρε πολλά χρόνια για να μπορέσω να τα ξανακουβεντιάσω όλα αυτά. Πέρασα φάση που απλά τα είχα διαγράψει. Διότι πέραν των πολλών ωραίων πραγμάτων που μου έδωσε η νύχτα, με άλλαξε με τρόπους που δεν μου άρεσαν. Άμα ζεις τη νύχτα, σκληραίνεις. Γίνεται η νύχτα σου μέρα κι είναι σαν να ζεις σε έναν άλλο παράλληλο κόσμο. Υπήρχαν άτομα που τα συναντούσα για χρόνια μόνο νύχτα και πάντα μεθυσμένα. Δεν ήξερα καν πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους. Από ένα σημείο και μετά ήταν και θέμα αντοχών. Κατάφερα να το τραβήξω μέχρι τα 39 μου, με ταχύτητα στο φουλ. Και μετά, ήρθε η κρίση των 40 και είπα φτάνει, δεν μπορεί να υπάρχει μόνο αυτό στη ζωή. Κι αποφάσισα να ξηλώσω τα πάντα και να ξαναρχίσω. Το ίδιο ξανάκανα στα 50 μου, όμως, άμα αρχίσεις από το μηδέν μια φορά μετά γίνεται ευκολότερο. Μαθαίνεις να μην τρομάζεις».
«Πέρασα από μεγάλο ψάξιμο. Ξεκίνησα τα ταξίδια. Έζησα μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ταϊλάνδη, εξερευνώντας το ενδεχόμενο αν ευτυχία για μένα είναι να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου σε μια μαγική παραλία. Φάνταζε σαν ιδανική επιλογή. Όταν το έκανα, συνειδητοποίησα πως τελικά δεν ήταν ούτε αυτό. Διότι τα πάντα είναι θέμα ισορροπίας. Ακούγεται απλό, όμως, εμένα μου πήρε λίγο χρόνο για να το συνειδητοποιήσω. Όσο κι αν αγαπώ τη ζωγραφική, αν με απομονώσεις σε ένα δωμάτιο να ζωγραφίζω όλη μέρα, νομίζω ότι θα με κουράσει, θα γίνει ρουτίνα. Κι αυτό κάποτε μου φάνταζε ως ιδανικό σενάριο… Η γιόγκα επίσης. Αν και για μένα είναι φάρμακο δεν θα μπορούσε να γίνει η μοναδική μου απασχόλιση. Θέλεις πολλά πράγματα παράλληλα για να αισθάνεσαι πλήρης.Και ναι, θέλω και το μπράβο, αποζητώ την οπτική των άλλων και τη γνώμη τους. Έχω ανάγκη τους ανθρώπους. Κι έχω καλούς φίλους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού που για μένα είναι περιουσία ανεκτίμητη. Έχουν περάσει αμέτρητοι άνθρωποι από τη ζωή μου σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Δεν έμειναν, δεν κράτησε. Οι φίλοι είναι που με στηρίζουν και περνούν τα χρόνια και είμαστε μια χαρά».
«Ο χώρος μου είναι η βάση για να ψάξω εκτός. Τα πράγματα πλέον κινούνται πολύ μέσω διαδικτύου και οι περισσότεροι καλλιτέχνες ζουν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη, ακόμη και σε μικρά χωριουδάκια, έχοντας παρουσία σε ιστοσελίδες. Έτσι έχω πια τη δουλειά μου online σε σελίδες που έχουν ως βάση το Βερολίνο και μέσω αυτού σε όλο τον κόσμο. Η ιδέα ότι η Κύπρος είναι μικρή, άγνωστη, απομακρυσμένη, εκτός του design και της τέχνης, θεωρώ πως είναι ξεπερασμένη. Η ιδέα ότι για να προχωρήσει ένας Κύπριος πρέπει οπωσδήποτε να ζει στο εξωτερικό, δεν με πείθει. Ή τουλάχιστον μπορούμε να την ανατρέψουμε. Το σκέφτηκα πολύ δεν σου κρύβω. Σκεφτόμουν ότι ένας τέτοιος χώρο, εν μέσω κρίσης, θα φαντάζει ξιπασμένος. Απ’ την άλλη δεν μπορούμε να σταματάμε. Αν ο καθένας μας δεν πιάσει τα πράγματα στα χέρια του για να τα πάει λίγο πάρα κάτω, θα ενδώσουμε στη στασιμότητα. Τα περισσότερα κολλήματα τα βάζουμε μόνοι μας. Αυτό δεν γίνεται, αυτό είναι αδύνατο, αυτό δεν μπορεί να επιβιώσει, είναι ανέφικτο, καταλήγουμε σε μια γκρίνια και μια παθητικότητα».
«Κι η αρχιτεκτονική τέχνη. Αλλά πιο πολυδιάστατη και με περιορισμούς. Εμένα προσωπικά οι περιορισμοί και τα πλαίσια με βοηθούν όταν δημιουργώ γιατί πάντα ψάχνω τρόπους να τα ανατρέψω, να τα σπάσω, να τα διαλύσω. Ο αρχιτέκτονας στην Κύπρο είναι υποχρεωμένος να κάνει ένα σωρό πράγματα που προσωπικά θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να είναι μέρος της δουλειάς του. Ο αρχιτέκτονας δεν κάνει τον αστυνομικό στους εργολάβους, δεν κάνει τον ψυχολόγο σε πελάτες, ούτε διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου το συμβόλαιο. Όλα αυτά με έκαναν τραβήξω πίσω από την αρχιτεκτονική ύστερα από δέκα χρόνια, για να έρθει τελικά από μόνη της και να με ξαναβρεί. Σήμερα όμως δουλεύω πια σε πολύ επιλεκτική βάση, με πολύ διαφορετικά είδη πελατών και ασχολούμαι ως επί το πλείστον με το δημιουργικό κομμάτι».
«Τα λεφτά χρειάζονται. Δεν τα θεωρώ περιττά. Πέρασα από ένα στάδιο που ήμουν πεπεισμένος ότι μπορεί κανείς να ζήσει με ελάχιστα, με τα εντελώς απαραίτητα. Δεν εξακολουθώ να το πιστεύω. Τα λεφτά χρειάζονται. Το βλέπω ειδικά σήμερα που έχω αφοσιωθεί στην τέχνη και χρειάζομαι αρκετά χρήματα για να τη στηρίξω. Δεν τα κυνηγώ, δεν θέλω να γίνω πλούσιος. Δεν κάνω τις εκθέσεις μου για να βγάλω λεφτά. Θέλω να παίρνω εισόδημα για να το ξαναβάζω στην επόμενη δουλειά μου. Όταν έγινε το “κούρεμα” έφυγα από την Κύπρο. Βρέθηκα στο Λονδίνο όπου είχα κάποιους φίλους. Μου πρότειναν να μείνω, μου πρόσφεραν και χώρο για να δουλεύω, θα με βοηθούσαν με τις γνωριμίες τους, τον κύκλο τους και όλα όσα θα μπορούσαν να με κρατήσουν. Άντεξα πέντε μέρες και επέστρεψα τρέχοντας. Τι να κάνω στο Λονδίνο; Η θέση μου αυτή τη στιγμή είναι στην Ανώγυρα, με τους γάτους μου, με τις αμυγδαλιές το Φεβράρη, με τα κυκλάμινα, τις ερημικές παραλίες, με τον ήλιο και το φως. Έτσι, τώρα στα 50 μου το έμαθα κι αυτό. Ότι δημιουργείς τις δικές σου συνθήκες και μπορείς να υπάρξεις παντού».